Πείρη — Πείρευς masc nom/voc/acc dual Πείρευς masc acc sg Πείρης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρη — πειράω attempt pres imperat act 2nd sg (doric) πειράω attempt pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρῃ — Πείρηι , Πείρευς masc dat sg (epic ionic) Πείρης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραῖς — Πείρη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραί — Πείρη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειρᾶν — Πείρη fem gen pl (doric aeolic) Πείρης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειρῶν — Πείρη fem gen pl Πείρης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
Πειράς — Πειρά̱ς , Πείρη fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)